οντολογικός

οντολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντολογία: Οντολογική έρευνα. – Οντολογικές επιστήμες, οι επιστήμες που μελετούν τα αντικείμενα ως πραγματικότητες (Φυσική, Ιστορία, Ψυχολογία κτλ.), αλλ. εξηγητικές ή ερμηνευτικές επιστήμες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οντολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντολογία 2. φρ. α) «οντολογικές επιστήμες» επιστήμες οι οποίες εξετάζουν τις πραγματικές σχέσεις τών αντικειμένων, όπως είναι λ.χ. η φυσική, η ιστορία και η ψυχολογία β) «οντολογική απόδειξη τής ύπαρξης …   Dictionary of Greek

  • μηδενισμός — ο 1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν 2. η βαθμολογία με μηδέν 3. στάση απόλυτης άρνησης 4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”