- οντολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντολογία: Οντολογική έρευνα. – Οντολογικές επιστήμες, οι επιστήμες που μελετούν τα αντικείμενα ως πραγματικότητες (Φυσική, Ιστορία, Ψυχολογία κτλ.), αλλ. εξηγητικές ή ερμηνευτικές επιστήμες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.